Αιματέμεση είναι αποβολή αίματος από το πεπτικό σύστημα (γαστρεντερικό) με τη μορφή εμέτου.
Αιμόπτυση είναι η αποβολή αίματος από το αναπνευστικό σύστημα κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου βήχα.
Ερωτήσεις – απαντήσεις πιστοποίησης ΙΕΚ
Αιματέμεση είναι αποβολή αίματος από το πεπτικό σύστημα (γαστρεντερικό) με τη μορφή εμέτου.
Αιμόπτυση είναι η αποβολή αίματος από το αναπνευστικό σύστημα κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου βήχα.
Η ταχύτητα του κυψελιδικού αερισμού ρυθμίζεται από το κεντρικό νευρικό σύστημα με τέτοιο τρόπο. ώστε οι μερικές πιέσεις του οξυγόνου και του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα να είναι σχεδόν σταθερές. ακόμα και σε περιπτώσεις αναπνευστικής υπερέντασης ή έντασης σωματικής άσκησης.
Η αναπνευστική λειτουργία ρυθμίζεται από το αναπνευστικό κέντρο. το οποίο βρίσκεται στη γέφυρα και στον προμήκη μυελό. Το αναπνευστικό Κέντρο διαιρείται σε τρεις κύριες περιοχές: α) την εισπνευστική περιοχή β) την εκπνευστική περιοχή και γ) την πνευμονοταξική περιοχή.
Η εισπνευστική περιοχή παίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην αναπνευστική λειτουργία. Δέχεται μηνύματα από ειδικούς χημειοϋποδοχείς της περιφέρειας και στέλνει εντολές στο διάφραγμα και στους άλλους εισπνευστικούς μύες για τη ρύθμιση της συχνότητας των αναπνευστικών κινήσεων. Κατά τη διάρκεια της εισπνοής, η περιοχή αυτή του αναπνευστικού κέντρου ενεργοποιείται για 2 περίπου δευτερόλεπτα, με το τρόπο αυτό πραγματοποιείται η εισπνοή. Στη συνέχεια αδρανοποιείται για 3 δευτερόλεπτα. Με αποτέλεσμα το διάφραγμα και οι εισπνευστικοί μύες να επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση (παθητική εκπνοή).
Αμέσως μετά ενεργοποιείται ξανά η εισπνευστική περιοχή και ξεκινά ένας νέος
αναπνευστικός κύκλος. Η διαδικασία αυτή στην ήρεμη αναπνοή επαναλαμβάνεται με ρυθμό 12-15 αναπνευστικούς κύκλους ανά λεπτό.
Η εκπνευστική περιοχή αδρανεί κατά τη διάρκεια της ήρεμης φυσιολογικής αναπνοής, γιατί η ήρεμη αναπνοή πραγματοποιείται με συστολή μόνο των εισπνευστικών μυών και η εκπνοή γίνεται παθητικά. Όταν η αναπνευστική κίνηση γίνει μεγαλύτερη από όση είναι φυσιολογικά, τότε η εκπνευστική περιοχή «ειδοποιείται» από την εισπνευστική περιοχή και ενεργοποιείται προκαλώντας τη διέγερση των εκπνευστικών μυών.
Η πνευμονοταξική περιοχή στέλνει ανασταλτικά μηνύματα στην εισπνευστική περιοχή με αποτέλεσμα να ελαττώνεται η διάρκεια της εισπνοής. Με τη δράση αυτή αυξάνει έμμεσα τη συχνότητα των αναπνοών. Αυτό συμβαίνει γιατί τα ανασταλτικά μηνύματα προκαλούν την ελάττωση του χρόνου που διαρκεί o κάθε αναπνευστικός κύκλος.
Η χημική ρύθμιση της αναπνοής
Σκοπός της αναπνοής είναι η διατήρηση σε σταθερά επίπεδα της μερικής πίεσης των αερίων (οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα). Όταν το διοξείδιο του άνθρακα υπερβεί τις φυσιολογικές τιμές αυτό γίνεται αντιληπτό από το αναπνευστικό κέντρο το οποίο διεγείρεται και προκαλεί αύξηση του αερισμού. Με την αύξηση του αερισμού αποβάλλεται περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα και έτσι η κατάσταση διορθώνεται.
Το οξυγόνο διεγείρει αποκλειστικά τους περιφερικούς υποδοχείς, ενώ το διοξείδιο του άνθρακα διεγείρει άμεσα το αναπνευστικό κέντρο. Χωρίς αυτή τη διέγερση η αναπνοή δεν είναι δυνατή. Η ύπαρξη διοξειδίου του άνθρακα σε σταθερή αναλογία στην ατμόσφαιρα (0,03%) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπνοή και την επιβίωση του ανθρώπου. Εάν το ποσοστό του διοξειδίου του άνθρακα αυξηθεί πολύ (πάνω από το του ατμοσφαιρικού αέρα), τότε συμβαίνει παράλυση του αναπνευστικού κέντρου και θάνατος από ασφυξία.
ή
Η λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος, όπως και του κυκλοφορικού συστήματος, ρυθμίζεται έτσι που v’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες του οργανισμού. Σκοπός της αναπνευστικής λειτουργίας είναι η πρόσληψη οξυγόνου και η αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και η διατήρηση της ποσότητας των αερίων αυτών στο αίμα σε φυσιολογικά επίπεδα. Σε κατάσταση ηρεμίας αυτό επιτυγχάνεται µε συχνότητα 15 αναπνευστικών κινήσεων στο λεπτό. Υπάρχουν όμως καταστάσεις, όπως µια βαριά μυϊκή εργασία, που οι ανάγκες του οργανισμού για οξυγόνο είναι μεγαλύτερες και παράγεται πολύ περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα. Θα πρέπει ν’ αυξηθεί τότε η συχνότητα και το βάθος των αναπνευστικών κινήσεων, Η αύξηση αυτή είναι αναγκαία για να γίνει αποβολή του επιπλέον διοξειδίου του άνθρακα και για να γίνει πρόσληψη του επιπλέον οξυγόνου που χρειάζεται ο οργανισμός. Αυτό μπορούμε να το ρυθμίσουμε και με τη βούλησή µας, πράγμα που δε μπορεί να γίνει στη λειτουργία του κυκλοφορικού συστήματος, που όλες οι ρυθμίσεις γίνονται ανεξάρτητα από τη βούλησή μας. Ο κύριος όμως μηχανισμός ρυθμίσεως και στην αναπνευστική λειτουργία είναι ανεξάρτητος από τη βούλησή µας, όπως θα το περιγράψουμε παρακάτω.
Υπάρχει στον προμήκη μυελό του εγκεφάλου ένα ειδικό νευρικό κέντρο που ονομάζεται αναπνευστικό κέντρο. Όταν το κέντρο αυτό ερεθισθεί, στέλνει νευρικά ερεθίσματα στους μεσοπλεύριους μυς και το διάφραγμα, με αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας και του βάθους των αναπνευστικών κινήσεων.
Το κύριο ερέθισμα του αναπνευστικού κέντρου είναι το διοξείδιο του άνθρακα. Έτσι όταν έχομε αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα, έχουμε διέγερση του αναπνευστικού κέντρου, αποστολή από αυτό μεγάλου αριθμού νευρικών ερεθισμάτων στους αναπνευστικούς μυς µε τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας και του βάθους των αναπνευστικών κινήσεων. Με το μηχανισμό αυτό αποβάλλεται το επιπλέον διοξείδιο του άνθρακα και η πυκνότητά του ξαναγυρίζει στα φυσιολογικά επίπεδα. Η φυσιολογική πυκνότητα του διοξειδίου του άνθρακα είναι επίσης ερέθισμα για το αναπνευστικό κέντρο, απαραίτητο για να διατηρούνται οι αναπνευστικές κινήσεις στις 15 περίπου στο λεπτό. Αν τύχει και ελαττωθεί η πυκνότητα του διοξειδίου κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα, τότε ελαττώνεται και η λειτουργία του αναπνευστικού κέντρου και η συχνότητα των αναπνευστικών κινήσεων.
Είναι δηλαδή απαραίτητη η ύπαρξη ενός ποσού διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα για να μπορεί να γίνεται η αναπνευστική λειτουργία. Γι’ αυτό το λόγο, όταν αναγκαζόμαστε να δώσουμε σε ασθενείς οξυγόνο, δεν δίνουμε καθαρό οξυγόνο αλλά μίγμα οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα έτσι, ώστε να παραμένει η πυκνότητα του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα στα φυσιολογικά όριά της.
Εκτός από το διοξείδιο του άνθρακα και η ελάττωση του οξυγόνου στο αίμα είναι επίσης ερέθισμα για το αναπνευστικό κέντρο λιγότερο σημαντικό όμως απ’ ό,τι είναι το διοξείδιο.
Το αίμα εξωθείται από την αριστερή κοιλία στην αορτή και από εκεί, με τους αρτηριακούς κλάδους της που γίνονται όλο και μικρότεροι, οδηγείται σε όλα τα όργανα και τους ιστούς του σώματος.
Εκεί οι αρτηρίες αποσχίζονται σε τριχοειδή αγγεία και πραγματοποιείται η ανταλλαγή της ύλης.
Τα τριχοειδή αγγεία από κάθε σημείο του σώματος ενώνονται σε μικρούς φλεβικούς κλάδους, οι οποίοι επίσης ενώνονται μεταξύ τους κατά ομάδες και έτσι σχηματίζονται οι μεγαλύτερες φλέβες.
Αυτές εκβάλλουν τελικά στις δύο μεγαλύτερες φλέβες του οργανισμού, την άνω και την κάτω κοίλη Φλέβα, οι οποίες εκβάλλουν στο δεξιό κόλπο της καρδιάς.
Από το δεξιό κόλπο το αίμα περνάει μέσω της τριγλώχινας βαλβίδας στη δεξιά κοιλία.
Από τη δεξιά κοιλία το αίμα εξωθείται στην πνευμονική αρτηρία. Αυτή η «αρτηρία» έχει ένα Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ενώ είναι αρτηρία. περιέχει το φλεβικό αίμα των κοίλων Φλεβών που έχει περάσει από τις δεξιές καρδιακές κοιλότητες.
Μέσω της πνευμονικής αρτηρίας, λοιπόν. το αίμα οδηγείται στους πνεύμονες.
Εκεί διαιρείται σε μικρότερους κλάδους και τελικά αποσχίζεται στα πνευμονικά τριχοειδή, τα οποία επίσης έχουν μια ιδιαιτερότητα: σ’ αυτό δεν πραγματοποιείται η ανταλλαγή της ύλης με την έννοια που γίνεται στα υπόλοιπα όργανα του σώματος, αλλά το φλεβικό αίμα «καθαρίζεται», και συγκεκριμένα εμπλουτίζεται μέσω της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης με οξυγόνο, ενώ απαλλάσσεται από το διοξείδιο του άνθρακα που περισσεύει.
Τα πνευμονικά τριχοειδή ενώνονται σε πνευμονικές φλέβες, οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο και σε αντίθεση με όλες τις άλλες φλέβες του οργανισμού, δεν περιέχουν φλεβικό, αλλά αρτηριακό οξυγονωμένο από τους πνεύμονες αίμα.
Οι πνευμονικές φλέβες εκβάλουν τελικά στον αριστερό κόλπο της καρδιάς.
Το αίμα του αριστερού κόλπου μεταφέρεται μέσω της μιτροειδούς βαλβίδας στην αριστερή κοιλία, από την οποία καθαρό πλέον εξωθείται προς την αορτή, και έτσι η κυκλική πορεία του αίματος αρχίζει από την αρχή.
Κατά λεπτό όγκος αίματος ή Καρδιακή Παροχή (ΚΠ) ορίζεται ως ο όγκος του αίματος που διοχετεύεται στην αορτή μέσω της αριστερής κοιλίας σε ένα λεπτό [λίτρα αίματος ανά λεπτό (l/min)].
Σε ηρεμία, η ΚΠ σε όλα τα υγιή άτομα, ανεξάρτητα από τη φυσική τους κατάσταση, είναι περίπου 5-6 l/min, ενώ σε μέγιστο έργο φθάνει τα 20-30 l/min, ανάλογα με τη φυσική κατάσταση του ατόμου.
ή
Καρδιακός όγκος παλμού είναι η ποσότητα αίματος που προωθείται από κάθε κοιλία προς την αντίστοιχη αρτηρία (πνευμονική – αορτή) σε κάθε καρδιακή συστολή. Η ποσότητα αυτή είναι περίπου 70 ml αίματος, αν και, κάτω από συνθήκες συμβατές με τη ζωή, μπορεί να ελαττωθεί μέχρι λίγα ml ανά παλμό, ή και να αυξηθεί έως το διπλάσιο σε φυσιολογικές καρδιές. Προφανώς, σε κάθε παλμό της καρδιάς ο ίδιος όγκος αίματος εκτοξεύεται από τη δεξιά κοιλία προς την πνευμονική κυκλοφορία, όσο και από την αριστερή κοιλία προς τη συστηματική κυκλοφορία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σε κατάσταση ηρεμίας η καρδιά συσπάται 72 φορές το λεπτό, περίπου, μπορείτε εύκολα να υπολογίσετε την ποσότητα αίματος που προωθεί η καρδιά ανά λεπτό προς τη συστηματική και προς την πνευμονική κυκλοφορία, αντίστοιχα. Με άλλα λόγια μπορείτε να υπολογίσετε τον κατά λεπτό όγκο αίματος (ΚΛΟΑ), ή αλλιώς την καρδιακή παροχή:
ΚΛΟΑ = Συχνότητα καρδιακών παλμών (72/min) x Όγκος Παλμού (70 ml) ≈ 5.000 ml/min
Σε κατάσταση ηρεμίας λοιπόν, περίπου 5 λίτρα αίματος ανά λεπτό στέλνονται από τη δεξιά κοιλία στους πνεύμονες και από την αριστερή κοιλία στη συστηματική κυκλοφορία. Εάν αναλογιστείτε ότι η συνολική ποσότητα αίματος ενός μέσου υγιούς ενήλικα άνδρα είναι περίπου 5 λίτρα, είναι προφανές ότι μέσα σε ένα λεπτό ολόκληρη η ποσότητα αίματος επιστρέφει στην καρδιά και προωθείται από αυτήν. Ο ΚΛΟΑ, πάντως, μεταβάλλεται φυσιολογικά ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού. Για παράδειγμα, κατά την πολύ έντονη σωματική άσκηση η καρδιακή παροχή μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 35 λίτρα ανά λεπτό. Αυτό επιτυγχάνεται εν μέρει με αύξηση της καρδιακής συχνότητας και εν μέρει με αύξηση του όγκου παλμού, ως αποτέλεσμα διέγερσης της καρδιάς από το συμπαθητικό αυτόνομο νευρικό σύστημα
Ούρηση είναι η διαδικασία με την οποία αδειάζει η ουροδόχος κύστη. Η ούρηση προκαλείται καθώς η ουροδόχος κύστη γεμίζει προοδευτικά με ούρα. Όταν η πίεση στα τοιχώματά της γίνει μεγαλύτερη από ένα ορισμένο βαθμό εκλύεται ένα νευρικό αντανακλαστικό που ονομάζεται «αντανακλαστικό της ούρησης». Αυτό προκαλεί επιθυμία για ούρηση. Όταν το αντανακλαστικό της ούρησης γίνει αρκετά ισχυρό και η πίεση των ούρων μέσα στην κύστη αρκετά μεγάλη προκαλείται ένα ακόμη αντανακλαστικό. Το αντανακλαστικό αυτό περνά από την ιερή μοίρα του νωτιαίου μυελού και γυρίζει στον έξω σφιγκτήρα της κύστης τον οποίο και αναστέλλει. Με το τρόπο αυτό είναι δυνατόν να προκληθεί ούρηση. Όμως ο έξω σφιγκτήρας ελέγχεται και από ανώτερα εγκεφαλικά κέντρα και επομένως από τη θέλησή μας. Έτσι το άτομο μπορεί να εμποδίσει την ούρηση ακόμη και όταν υπάρχει επιθυμία για ούρηση με τη συστολή του μυός αυτού.
Αντίθετα όταν το άτομο επιθυμεί να ουρήσει, o εγκέφαλος στέλνει εντολή ώστε να διευρυνθεί o σφιγκτήρας. Με το τρόπο αυτό τα ούρα προωθούνται προς την ουρήθρα και αποβάλλονται. Το αντανακλαστικό της ούρησης αποδεικνύεται ισχυρότερο από τα ανώτερα εγκεφαλικά κέντρα, όταν αυξηθεί πολύ η πίεση μέσα στην ουροδόχο κύστη λόγω συσσώρευσης μεγάλης ποσότητας ούρων. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία της ούρησης δεν ελέγχεται από τη θέλησή μας.
Το πάγκρεας είναι μικτός αδένας: περιλαμβάνει ενδοκρινή και εξωκρινή μοίρα.
Υπάρχουν επίσης τα δ-κύτταρα. Παράγουν την σωματοστατίνη, ορμόνη που αναστέλλει τη δράση των περισσότερων ορμονών.
Αιματοκρίτης: Ο όγκος που καταλαμβάνουν τα ερυθροκύτταρα 100 κυβ. εκατοστών αίματος, στοιβαγμένων μετά από φυγοκέντρηση.
Φυσιολογικές τιμές:
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη συχνότητα των αναπνοών είναι οι εξής:
Το εσωτερικό τοίχωµα της κοιλότητας του θώρακα επενδύεται από ορογόνο υμένα που λέγεται υπεζωκότας, που περιβάλλει στη συνέχειά του και τους πνεύμονες. Το τμήμα του υπεζωκότα που καλύπτει το τοίχωµα λέγεται τοιχωματικός υπεζωκότας, ενώ αυτό που καλύπτει και περιβάλλει τους πνεύμονες λέγεται περισπλάχνιος υπεζωκότας. Με τις προσθιοπίσθιες ανακάμψεις του υπεζωκότα, δηλαδή αυτές που φέρονται από το στέρνο στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, η κοιλότητα του θώρακα διαιρείται σε τρεις ανεξάρτητους χώρους. Σε δύο πλάγιους, που λέγονται κοιλότητες του υπεζωκότα και περιέχουν ο καθένας τον αντίστοιχο πνεύμονα και ένα χώρο ανάμεσα στους δύο πνεύμονες, που λέγεται µεσοθωράκιο ή μεσοπνευμόνιο. Μέσα στο µεσοθωράκιο περιέχονται η καρδιά και τα μεγάλα αγγεία της, ο θύμος αδένας, ο οισοφάγος, η τραχεία, η θωρακική αορτή, ο μείζων θωρακικός πόρος, η άνω κοίλη φλέβα, τα πνευμονογαστρικά νεύρα κτλ.