20. Να αναφέρετε ονομαστικά τα κλινικά σημεία που δηλώνουν την ύπαρξη υποξίας.

  • Οξείες και χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις (αναπνευστική ανεπάρκεια, πνευμονία, ατελεκτασία, πνευμονική εμβολή, καρκίνος πνεύμονα).
  • Καρδιολογικές παθήσεις (καρδιακή ανεπάρκεια έμφραγμα του μυοκαρδίου, αρρυθμίες, καρδιογενές shοck, στηθάγχη).
  • Νευρολογικές παθήσεις (κρανιοεγκεφαλική κάκωση).
  • Σοβαροί τραυματισμοί.
  • Πνιγμός, νόσος των δυτών.

 

ή

  • Αναπνευστικές διαταραχές ,ταχύπνοια, εργώδης αναπνοή.
  • Διαταραχές κυκλοφορίας, ταχυκαρδία, άλλες αρρυθμίες.
  • Διαταραχές κεντρικού νευρικού συστήματος, υπνηλία, σύγχυση, κώμα.
  • Κεντρική κυάνωση, υγρό ή ψυχρό δέρμα.

 

ή

 

  • ωχρότητα, ψυχρό δέρμα, εφίδρωση,
  • περιφερική κυάνωση,
  • Δ) ταχύπνοια,
  • Ε) σύγχυση,
  • ΣΤ) ολιγουρία.

305. Αντιμετώπιση ασθενούς με πνευμοθώρακα στο ΤΕΠ

Η θεραπεία του πνευμοθώρακα αποσκοπεί, αφενός στην απομάκρυνση του αέρα, αφετέρου στην αποφυγή υποτροπής του πνευμοθώρακα. Όταν ο πνευμοθώρακας καταλαμβάνει λιγότερο από 15-20% του ημιθωράκιου, χωρίς ή με ήπια συμπτώματα, αντιμετωπίζεται συντηρητικά, δηλαδή, συνιστάται στον άρρωστο να παραμείνει κλινήρης και να παρακολουθείται από το γιατρό και ακτινογραφικά. Πολλές φορές χορηγείται και οξυγόνο.

Η θεραπεία εκλογής, όμως, ενός μεγαλύτερου πνευμοθώρακα, είναι η τοποθέτηση θωρακικής παροχέτευσης (Billau).

Ένδειξη θωρακοτομής υπάρχει όταν ο πνεύμονας δεν εκπτύσσεται, παρά την εφαρμογή παροχέτευσης ή όταν ο άρρωστος εμφανίσει επιπλοκές.

 

Νοσηλευτική φροντίδα.

  • Σωστή μέτρηση ζωτικών σημείων.
  • Χορήγηση εφυγρασμένου οξυγόνου.
  • Χορήγηση παυσίπονων και αντιβιοτικών, σύμφωνα με την ιατρική οδηγία.
  • Τοποθέτηση του αρρώστου σε θέση Fowler, για διευκόλυνση της παροχέτευσης και παρακολούθηση αυτής συνεχώς (η σωστή λειτουργία της συσκευής αποτελεί ευθύνη του νοσηλευτικού προσωπικού)
  • Παρακολουθείται η κίνηση της επιφάνειας του υγρού της φιάλης, που δηλώνει ότι το σύστημα λειτουργεί. Η κίνηση σταματάει όταν: α) Εκπτυχθεί ο πνεύμονας και β) Αποφραχθεί ο σωλήνας ή αναδιπλωθεί
  • Ενθαρύνουμε τον άρρωστο να βήχει και να παίρνει βαθιές αναπνοές
  • Παρακολουθείται το σημείο εισόδου του ενδοθωρακικού σωλήνα
  • Δίνονται επαρκείς ποσότητες υγρών και δίαιτα ανάλογα με την κατάσταση
  • Αποφεύγει ο άρρωστος την υπερέκταση και τις απότομες κινήσεις.

304. Αντιμετώπιση ασθενή με οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου στο ΤΕΠ.

H ρήξη της αθηρωματικής πλάκας σε μια στεφανιαία αρτηρία οδηγεί στη δημιουργία αποφρακτικού θρόμβου. H τυπική HKΓφική εικόνα σε συνδυασμό με τα κλασικά συμπτώματα οδηγούν στη διάγνωση του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου με ανάσπαση του ST (STEMI) το οποίο έχει συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης τόσο στην οξεία όσο και στην χρόνια φάση.

Eπαναιμάτωση  

Οι ασθενείς με STEMI που προσέρχονται στο νοσοκομείο είναι υποψήφιοι για άμεση φαρμακευτική  θρομβόλυση ή μηχανική επαναιμάτωση (εφαρμογή άμεσης αγγειοπλαστικής), εφόσον δεν έχουν παρέλθει περισσότερες από 12 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων. H χορήγηση θρομβόλυσης προϋποθέτει αποδεκτό κίνδυνο αιμορραγικών επιπλοκών. O κυριότερος κίνδυνος  της θρομβόλυσης παραμένει η πιθανότητα εγκεφαλικής αιμορραγίας (περίπου 0,5-1%) με παράγοντες κινδύνου την ηλικία, το μικρό σωματικό βάρος, το θήλυ φύλο και τη μη ελεγχόμενη υπέρταση. Oι απόλυτες αντενδείξεις είναι η ενεργός αιμορραγία, η πρόσφατη μείζων επέμβαση ή τραυματισμός, η ενδοκράνια νεοπλασία ή τραύμα, το ιστορικό εγκεφαλικής αιμορραγίας και το ιστορικό πρόσφατου (6 μηνών) ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.  Η μηχανική επαναιμάτωση με άμεση αγγειοπλαστική δεν έχει συγκεκριμένες αντενδείξεις και είναι η προτιμώμενη θεραπεία, ιδίως σε άτομα με υψηλό αιμορραγικό κίνδυνο.

H στρατηγική για την επιλογή της μεθόδου επαναιμάτωσης έχει διαμορφωθεί με βάση ορισμένες στέρεες γνώσεις που έχουν προκύψει από την τυχαιοποιημένη σύγκριση των δύο μεθόδων.

-H άμεση αγγειοπλαστική επιτυχχάνει υψηλότερα ποσοστά πλήρους διάνοιξης της υπεύθυνης για το έμφραγμα αρτηρίας, με μικρότερο κίνδυνο εγκεφαλικής αιμορραγίας και μικρότερη θνητότητα, σε σύγκριση με τη θρομβόλυση.

-H αγγειοπλαστική δεν είναι πάντα άμεσα διαθέσιμη, εξαρτάται από την εμπειρία του γιατρού και σχετίζεται με καθυστέρηση στην εφαρμογή της.

-Όσο καθυστερεί η εφαρμογή της αγγειοπλαστικής το πλεονέκτημά της έναντι της θρομβόλυσης μειώνεται. Ειδικότερα, όταν ο χρόνος από την άφιξη στο νοσοκομείο μέχρι τη διάνοιξη του αγγείου με αγγειοπλαστική, ξεπερνά τα 120 min, παύει να πλεονεκτεί η μηχανική της φαρμακευτικής επαναιμάτωσης.

-Τις πρώτες 2 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων, η θρομβόλυση είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, με θνητότητα παρόμοια της άμεσης αγγειοπλαστικής.

-H μεταφορά ασθενών από νοσοκομεία χωρίς αιμοδυναμικό, σε κέντρα όπου μπορεί να εφαρμοσθεί αγγειοπλαστική, είναι χρονοβόρα και ακόμα σε οργανωμένα συστήματα υγείας συνήθως ξεπερνά τα 90 min. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις ο προτεινόμενος αλγόριθμος επιλογής μεθόδου επαναιμάτωσης έχει διαμορφωθεί ως εξής:

– Οι ασθενείς που προσέρχονται με STEMI σε νοσοκομείο με δυνατότητα αγγειοπλαστικής, πρέπει να υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση σε άμεση αγγειοπλαστική.

– Οι ασθενείς που προσέρχονται σε νοσοκομείο χωρίς δυνατότητα αγγειοπλαστικής, θα πρέπει να λάβουν θρομβολυτική αγωγή, εκτός εάν υπάρχει βεβαιότητα ότι, κατόπιν μεταφοράς σε επεμβατικό κέντρο, θα είναι εφικτή η διενέργεια αγγειοπλαστικής εντός 2 ωρών. Σε ειδικές περιπτώσεις, όπως σε έγκαιρη προσέλευση στο αρχικό νοσοκομείο μέσα στις πρώτες 2 ώρες από την έναρξη του πόνου, σε νεότερα σε ηλικία άτομα και σε μεγάλα εμφράγματα, ο επιτρεπόμενος χρόνος μεταφοράς είναι σημαντικά βραχύτερος.

– Επί αποτυχίας της θρομβολυτικής αγωγής και σχετικά μεγάλης έκτασης εμφράγματος, πρέπει να ακολουθήσει αγγειοπλαστική διάσωσης εντός 12ώρου.

– Ανεξαρτήτως αποτελέσματος της θρομβολυτικής αγωγής, συνιστάται διενέργεια στεφανιογραφίας εντός 24 ωρών, για τη διευκρίνηση της ανατομίας και την ενδεχόμενη διενέργεια αγγειοπλαστικής.

-H χορήγηση θρομβόλυσης προνοσοκομειακά έχει αποτελέσματα ισάξια με τη διενέργεια αγγειοπλαστικής.

Aντιθρομβωτική αγωγή

Ανεξάρτητα από τη διενέργεια άμεσης αγγειοπλαστικής, χορήγησης θρομβόλυσης ή μη επαναιμάτωσης, η χορήγηση αντιαιμοπεταλιακής και αντιθρομβινικής αγωγής είναι απαραίτητη.

H χορήγηση ασπιρίνης είναι η βάση της αντιαιμοπεταλιακής αγωγής με την πρώτη δόση 160-500 mg να δίδεται ως μασώμενη, για ταχεία έναρξη δράσης και στη συνέχεια 75-160 mg/ημέρα, μακροχρόνια.

H ενίσχυση της αντιαιμοπεταλιακής αγωγής με συγχορήγηση κλοπιδογρέλης συνιστάται ως εξής:

α) σε ασθενείς που υποβάλλονται σε άμεση αγγειοπλαστική χορηγούνται τουλάχιστον 300 mg κλοπιδογρέλης άμεσα και 75 mg/ημέρα μακροχρόνια,

β) σε ασθενείς που λαμβάνουν θρομβόλυση χορηγούνται 300 mg άμεσα (στους άνω των 75 ετών δεν έχει επαρκώς τεκμηριωθεί η φόρτιση) και 75 mg/ημέρα μακροχρόνια,

γ) σε ασθενείς που δεν τυγχάνουν επαναιμάτωσης συνιστάται δόση 75 mg/ημέρα.

Oι αναστολείς της γλυκοπρωτεΐνης IIb/IIIa συνιστώνται στα πλαίσια της άμεσης αγγειοπλαστικής, ενώ σε θρομβολυθέντες ασθενείς το όφελος  είναι αμφισβητήσιμο. H βάση της αντιθρομβινικής αγωγής είναι η ηπαρίνη. Στην άμεση αγγειοπλαστική χορηγείται δόση 60-100 u/Kg, ανάλογα με τη χορήγηση ή μη αναστολέων IIb/IIIa. Σε θρομβόλυση με άμεσο ενεργοποιητή του πλασμινογόνου χορηγείται ηπαρίνη 60 u/Kg bolus και 48ωρη έγχυση 12 u/kg/hr με παρακολούθηση χρόνου aPTT. Εύχρηστη εναλλακτική λύση, με την προϋπόθεση καλής νεφρικής λειτουργίας, αποτελεί η ενοξαπαρίνη που μπορεί να δοθεί σε αρχικό ενδοφλέβιο bolus 30 mg και 15 min αργότερα σε δόση 1 mg/kg υποδόρια ανά 12ωρο. Ειδικά σε ασθενείς άνω των 75 ετών, προτιμάται η παράλειψη του bolus και η μείωση της κάθε υποδόριας δόσης σε 0,75 mg/Kg. Πρόσφατα, ο συνθετικός πεντασακχαρίτης fondaparinux (αναστολέας του παράγοντα Xa) σε δόση 2,5 mg bolus και στη συνέχεια στην ίδια δόση ανά 24ωρο υποδόρια, αποτελεί επίσης εναλλακτική αντιθρομβινική αγωγή με μικρότερες αιμορραγικές επιπλοκές σε ασθενείς που είτε δεν τυγχάνουν επαναιμάτωσης είτε λαμβάνουν θρομβόλυση.

Αγωγή οξείας φάσεως 

Κατά την οξεία φάση θα αντιμετωπισθούν ο πόνος, οι τυχόν αρρυθμίες και επιπλοκές (καρδιακή ανεπάρκεια, θρόμβος στην αριστερή κοιλία, περικαρδίτιδα, ανεπάρκεια μιτροειδούς), και θα χορηγηθούν  προληπτικά ορισμένα φάρμακα, ανεξαρτήτως συμπτωμάτων.

Το άλγος και η δύσπνοια απαιτούν χορήγηση απιοειδών, οξυγόνου και  νιτρωδών. Δεν χορηγείται ποτέ προληπτικά αντιαρρυθμική αγωγή, αλλά υπάρχει ετοιμότητα για απινίδωση κοιλιακής ταχυκαρδίας ή μαρμαρυγής. Oι κοιλιακές αρρυθμίες αντιμετωπίζονται με αμιωδαρόνη ή λιδοκαΐνη, ενώ η κοιλιακή συχνότητα σε κολπική μαρμαρυγή ελέγχεται με β-αποκλειστές ή αμιωδαρόνη και όχι με δακτυλίτιδα. H καρδιακή ανεπάρκεια αντιμετωπίζεται με διουρητικά της αγκύλης, έναρξη αναστολέων MEA, νιτρώδη και σε περιπτώσεις χαμηλής παροχής με ινότροπα, υπό καθοδήγηση μετρήσεων ενδοκαρδιακών πιέσεων με καθετήρα πνευμονικής αρτηρίας.    Στις θεραπείες «ρουτίνας» που θα χορηγηθούν στην πλειονότητα των ασθενών, ανεξαρτήτως ειδικών συμπτωμάτων, περιλαμβάνονται εκτός από τα αντιαιμοπεταλιακά, οι β-αποκλειστές, οι αναστολείς MEA και οι στατίνες. Oι β-αποκλειστές δεν είναι απαραίτητο να χορηγηθούν ενδοφλέβια και η έναρξή τους μπορεί να γίνει per os ήδη από την πρώτη ημέρα. Oι αναστολείς MEA θα χορηγηθούν κυρίως σε ασθενείς με επηρεασμένη λειτουργεία της αριστερής κοιλίας, ανεξαρτήτως συμπτωμάτων (εφόσον δεν υπάρχει υπόταση). Διχογνωμία υπάρχει ως προς το χρόνο έναρξης, καθώς ένα μικρό, αλλά υπολογίσιμο όφελος, έχει τεκμηριωθεί με την έναρξη της αγωγής από τις πρώτες ώρες, ενώ οι περισσότεροι προτιμούν την έναρξη από τη δεύτερη ημέρα, μόλις σταθεροποιηθεί η αρτηριακή πίεση. Oι ανταγωνιστές των AT υποδοχέων έχουν θέση επί δυσανεξίας στους AMEA. Eπίσης η επλερενόνη (ανταγωνιστής αλδοστερόνης) έχει ένδειξη, ιδίως σε εκτεταμένα εμφράγματα με κλάσμα εξώθησης <40% και χωρίς νεφρική ανεπάρκεια ή υπερκαλιαιμία, για την πρόληψη της αναδιαμόρφωσης της αριστερής κοιλίας. H έναρξη στατινών από την οξεία φάση φαίνεται να βοηθά στη μετέπειτα συμμόρφωση και συνιστάται. Πηγή: www.hygeia.gr

ή

Αντιμετώπιση εμφράγματος:

  1. Γίνεται εισαγωγή σε μονάδα οξέων εμφραγμάτων και σύνδεση του ασθενούς µε μηχανήματα συνεχούς καταγραφής και μέτρησης ζωτικών σημείων, που παρακολουθούνται από οθόνες, ώστε να διαπιστωθούν έγκαιρα οι διαταραχές του ρυθμού της καρδιάς.
  2. Δίνουμε : α) οξυγόνο β) Ισχυρά παυσίπονα (ναρκωτικά). γ) Αντιπηκτικά φάρμακα. Η αντιπηκτική αγωγή, συνήθως με 100 mg την ημέρα σαλικυλικού οξέος (ασπιρίνης), συνεχίζεται για μήνες ή χρόνια ανάλογα µε την περίπτωση και εφόσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις. δ) Αγγειοδιασταλτικά φάρμακα με παράλληλο έλεγχο της αρτηριακής πίεσης.
  3. Συνιστάται ανάπαυση τις πρώτες μέρες, με σταδιακή αποκατάσταση των δραστηριοτήτων. Οι παχύσαρκοι πρέπει να χάσουν βάρος με ανάλογο διαιτολόγιο. Συνιστάται η διακοπή του καπνίσματος ή η χορήγηση ηρεμιστικών σε αγχώδη άτομα.
  4. Τελευταία πραγματοποιείται η αγγειοπλαστική.

303. Πως εξασφαλίζεται η βατότητα του αεραγωγού στο ΤΕΠ;

Έλεγχος αεραγωγού και προστασία της ΑΜΣΣ

Τα θύματα σοβαρών τραυματισμών, πολύ συχνά, εμφανίζουν απόφραξη αεραγωγού που οδηγεί ταχύτατα σε υποξία και θάνατο.

Η εκτίμηση της βατότητας του αεραγωγού και η διασφάλισή της παραμένει το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση των σοβαρών τραυμάτων. Σε επαπειλούμενο ή φραγμένο αεραγωγό, θα πρέπει να γίνει ενδοτραχειακή διασωλήνωση χωρίς υπερέκταση της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (ΑΜΣΣ), διότι σε κάθε σοβαρό τραύμα πρέπει πάντα να θεωρείται ότι συνυπάρχει κάκωση ΑΜΣΣ.

Η εκτίμηση αεραγωγού σε τραυματία με συνείδηση γίνεται ως εξής:

  1. Ρωτάμε το όνομά του και, αν απαντήσει, θεωρείται ότι ο αεραγωγός είναι ελεύθερος.
  2. Παρατηρούμε το πρόσωπο, τον λαιμό και τον θώρακα του τραυματία για δυσπνοϊκά σημεία (ταχύπνοια, χρήση επικουρικών μυών, αναπνευστικό συριγμό).
  3. Ελέγχουμε τη στοματική κοιλότητα για εμέσματα, αιμορραγία, απώλεια οδόντων.
  4. Ελέγχουμε και ψηλαφούμε την πρόσθια τραχηλική χώρα για ύπαρξη οιδήματος, τραύματος ή κριγμό.

Οι τραυματίες χωρίς ή με μειωμένη συνείδηση (κλίμακα κώματος Γλασκόβης GCS < 8), με μεγάλα τραύματα προσώπου ή τραχήλου, πρέπει να διασωληνώνονται για προστασία του αεραγωγού. Μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στον συχνό επανέλεγχο του αεραγωγού, διότι ένας βατός αεραγωγός μπορεί να αποφραχθεί αργότερα.

Οι χειρισμοί απελευθέρωσης του αεραγωγού, όπως η ανύψωση γνάθου (chin lift), η έκταση κάτω γνάθου (jaw thrust) ή η χρήση βοηθημάτων όπως οι ρινοστοματοφαρυγγικοί καθετήρες, μας εξασφαλίζουν τη βατότητα του αεραγωγού μέχρι να επιτευχθεί μια μόνιμη λύση, όπως η ενδοτραχειακή διασωλήνωση. Σε περίπτωση αδυναμίας διασωλήνωσης, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν βοηθήματα και τεχνικές που θα εξασφαλίσουν τον αερισμό του ασθενή, όπως η λαρυγγική μάσκα, η ρινοτραχειακή διασωλήνωση, οι διπλοί καθετήρες τραχείας τύπου combitube, η κρικοθυρεοειδοτομή κ.ά.

Η σταθεροποίηση της ΑΜΣΣ με κολάρο θα πρέπει να γίνεται σε όλους τους τραυματίες μέχρι να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει κάκωση ΑΜΣΣ.

Προσοχή! Δεν πρέπει να εκτελείται ενδοτραχειακή διασωλήνωση με καθηλωμένο το πρόσθιο τμήμα του κολάρου ΑΜΣΣ, διότι έχει αποδειχθεί, μέσω μελετών, ότι προκαλούνται περισσότερες βλάβες στην ΑΜΣΣ. Κατά την ενδοτραχειακή διασωλήνωση αφαιρούμε το πρόσθιο τμήμα του κολάρου.

(πηγή: https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/886/1/02_chapter_C10.pdf)

302. Επείγουσα αρχική αντιμετώπιση ασθενών με ολιγαιμική καταπληξία, λόγω αιμορραγίας από τον γαστρεντερικό σωλήνα.

Διάγνωση. Πολλές αιτίες μπορούν να προκαλέσουν αιμορραγίες από το πεπτικό, όπως είναι οι κιρσοί του οισοφάγου, ο καρκίνος του στομάχου, το έλκος του οισοφάγου, οι χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του λεπτού εντέρου και οι αιματολογικές παθήσεις. Η διάγνωση θα στηριχθεί στο ιστορικό και την κλινική εικόνα.

Επείγουσα ενδοσκόπηση του ανώτερου πεπτικού μετά την ανάταξη του αρρώστου από το shock (αν υπάρχει).

Θεραπεία.

  • Ένδειξη άμεσης εισαγωγής στο νοσοκομείο και συνεχής παρακολούθηση.
  • εισαγωγή ρινογαστρικού καθετήρα και παρακολούθηση της αιμορραγίας,
  • πλύσεις στομάχου με παγωμένο φυσιολογικό ορό,
  • διατήρηση του όγκου του αίματος με μεταγγίσεις,
  • διατήρηση του ισοζυγίου του ύδατος και των ηλεκτρολυτών ,
  • χορήγηση φαρμάκων για την αναστολή της γαστρικής έκκρισης (Σιμετιδίνη,Ρανιτιδίνη) και χρήση ηρεμιστικών και αντιόξινων φαρμάκων,
  • ανάπαυση,
  • σε επαναλαμβανόμενες αιμορραγίες επιβάλλεται χειρουργική αντιμετώπιση ανάλογα με την εντόπιση του έλκους.

ή

  1. ABC – Εξασφάλιση αναπνευστικής λειτουργίας
  2. Ζωτικά σημεία – αναζήτηση ορθοστατικής υπότασης
  3. Τοποθέτηση 2 περιφερικών φλεβών
  4. Τοποθέτηση ουροκαθετήρα
  5. Χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών
  6. Διασταύρωση ΑΒΟ και αίτηση για μετάγγιση
  7. Τοποθέτηση Levin
  8. Δακτυλική εξέταση

301. Τι είναι οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα;

Το οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα οφείλεται σε αιμορραγία κάτω από τη σκληρά μήνιγγα, μεταξύ δηλαδή σκληράς μήνιγγας και εγκεφάλου. Συνήθως o ασθενής είναι από την αρχή σε κώμα, όμως μερικές φορές n κλινική εικόνα είναι παρόμοια με αυτήν του επισκληριδίου αιματώματος. Δεν είναι απαραίτητο να συνυπάρχει κάταγμα κρανίου. H διάγνωση γίνεται με αξονική τομογραφία και η αντιμετώπιση είναι χειρουργική. Συνήθως συνυπάρχει βαριά διάχυτη νευραξονική κάκωση, γι’ αυτό η έκβαση δεν είναι τόσο συχνά καλή, όπως στο επισκληρίδιο αιμάτωμα.

300. Τι είναι οξύ επισκληρίδιο αιμάτωμα;

Το οξύ επισκληρίδιο αιμάτωμα είναι πάθηση που απαιτεί όσο το δυνατόν ταχύτερη διάγνωση και θεραπεία. Οφείλεται σε τραυματισμό κάποιου αγγείου της σκληράς μήνιγγας συνήθως λόγω κατάγματος (σπασίματος) του κρανίου. Το αίμα συσσωρεύεται ανάμεσα στο οστό και στη σκληρά μήνιγγα και καθώς το αιμάτωμα μεγαλώνει γρήγορα, ο εγκέφαλος δέχεται όλο και πιο μεγάλη πίεση. Εντοπίζεται συχνά στην κροταφική χώρα (μπροστά από το αυτί). Ο ασθενής μερικές φορές είναι σε καλή κατάσταση αμέσως μετά τον τραυματισμό, όμως γρήγορα γίνεται υπναλέος (“βυθίζεται”), παρουσιάζει αδυναμία στα άκρα της απέναντι μεριάς (ημιπάρεση) και η κόρη του ματιού, που βρίσκεται στην πλευρά της κάκωσης, μεγαλώνει (παθαίνει μυδρίαση). Η τελική κατάληξη μπορεί να είναι βαθύ κώμα και θάνατος, γι’ αυτό απαιτείται γρήγορα διάγνωση με αξονική τομογραφία  εγκεφάλου και χειρουργική αντιμετώπιση από νευροχειρουργό. Το οξύ επισκληρίδιο αιμάτωμα συνήθως δε συνοδεύεται από βαριά διάχυτη νευραξονική κάκωση, γι’ αυτό η έκβαση του ασθενούς είναι καλή με την κατάλληλη θεραπεία.

299. Προτεινόμενη κλίμακα διαλογής επειγόντων περισταστικών με αντίστοιχους χρόνους στο ΤΕΠ;

 

Κωδικός Χαρακτηρισμός Επείγοντος Χρώμα Επιθυμητός χρόνος

Αντιμετώπιση (σε λεπτά)

1 Κατεπείγον Κόκκινο 0 (αμεσως
2 Πολύ επείγον Πορτοκαλί 10
3 Επείγον Κίτρινο 60
4 Τακτικό Πράσινο 120
5 Μη επείγον Μπλε 240 (ή παραπομπή σε άλλο τμήμα)

Εθνική Κλίμακα Διαλογής του Ην. Βασιλείου UK National Triage Scale (NTS)

 

 

  • Στον κωδικό 1 (1η βαθμίδα προτεραιότητας) ο χρόνος αναμονής για την αντιμετώπιση είναι μηδέν — δηλαδή απαιτείται άμεση ιατρική εξέταση και αναζωογόνηση
  • Στον κωδικό 2 (2η βαθμίδα προτεραιότητας) ο χρόνος καθορίζεται  έως 10 λεπτά αναμονής
  • Στον κωδικό 3 (3η βαθμίδα προτεραιότητας) ο επιθυμητός χρόνος αντιμετώπισης των περιστατικών ανέρχεται  έως 60 λεπτά
  • Στον κωδικό 4 (4η βαθμίδα προτεραιότητας) ο επιθυμητός χρόνος αντιμετώπισης των περιστατικών είναι έως δύο ώρες
  • Στον κωδικό 5 (5η βαθμίδα προτεραιότητας) ο επιθυμητός χρόνος αντιμετώπισης των περιστατικών είναι έως τέσσερις ώρες ή παραπέμπεται το περιστατικό σε άλλη υπηρεσία ή τμήμα.

Ενδεικτικά, ο κάθε χρωματισμός της κλίμακας που αντιστοιχεί σε μία βαθμίδα προτεραιότητας 1,2,3,4,5 αντιστοιχίζεται με κάποιες κλινικές καταστάσεις οι οποίες είναι οι εξής (Manchester Triage Group, 1997):

ΚΟΚΚΙΝΟ:

  • Καρδιοαναπνευστική ανακοπή
  • Απόφραξη αεραγωγού
  • Αναπνευστική ανεπάρκεια
  • ΣΟΚ (Shock)
  • Σπασμοί

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ :

  • Σοβαρός πόνος (κλίμακα πόνου >4/10)
  • Μαζική (μη ελεγχόμενη)
  • Μεταβολή του επιπέδου συνείδησης
  • Θερμοκρασία 41o C

ΚΙΤΡΙΝΟ:    

  • Μέτριος Πόνος (<4/10)
  • Αιμορραγία (ελεγχόμενη)
  • Θερμοκρασία > 38,5o C

ΠΡΑΣΙΝΟ:

  • Ήπιος πόνος
  • Θερμοκρασία > 37,5 o C
  • Έμετοι

ΜΠΛΕ:

  • Πρόσφατο πρόβλημα υγείας

(πηγή: ίντερνετ)

298. Ποια είναι η σειρά ταχείας αντιμετώπισης των αρρώστων με οξύ πνευμονικό οίδημα;

Ανάλογα με την κατάστασή του ασθενούς και την αιτία του πνευμονικού οιδήματος, χορηγούνται ένα ή περισσότερα φάρμακα όπως διουρητικά και βρογχοδιασταλτικά.

Τα διουρητικά είναι φάρμακα εκλογής για όλα σχεδόν τα οιδήματα. Αυξάνουν την ούρηση και έτσι μειώνουν τα υγρά του σώματος. Με αυτό τον τρόπο το σώμα απαλλάσσεται από ένα μεγάλο φορτίο και κυκλοφορεί καλύτερα το αίμα.

Η χορήγηση οξυγόνου είναι άλλο βήμα για τη θεραπεία του πνευμονικού οιδήματος μέσω ειδικής μάσκας ή ρινικής κάνουλας (ένα εύκαμπτο πλαστικό σωλήνα με δύο ανοίγματα που χορηγούν οξυγόνο σε κάθε ρουθούνι).

Στο οξύ πνευμονικό οίδημα υπάρχει άμεσος κίνδυνος, όμως ο ασθενής μπορεί να σωθεί αν δοθεί γρήγορα η ακόλουθη θεραπεία:

  • Σχεδόν καθιστή θέση του ασθενούς με μαξιλάρια στην πλάτη.
  • Χορήγηση οξυγόνου με ρινικό σωλήνα, 6-8 λίτρα/ανά λεπτό.
  • Ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης 40-80 mg, διγοξίνης 0,5 mg (ιδιαίτερα αν υπάρχει ταχυαρυθμία) και μορφίνη 10-20 mg αν δεν υπάρχουν σοβαρές διαταραχές των αερίων αίματος.

Με τη φουροσεμίδη επιδιώκεται η διούρηση και η αποσυμφόρηση των πνευμόνων και με τη διγοξίνη επιδιώκεται η τόνωση της καρδιάς και η καταστολή του αναπνευστικού κέντρου, ώστε οι αναπνοές να γίνουν αραιότερες και βαθύτερες. Η μορφίνη περιορίζει τη φλεβική επιστροφή στου αίματος στους πνεύμονες και ηρεμεί τον ασθενή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί το πνευμονικό οίδημα να αποβεί μοιραίο, ακόμη και αν έχει χορηγηθεί ταχύτατα η θεραπεία. Η έκβαση εξαρτάται από την κατάσταση της καρδιάς και των πνευμόνων καθώς και από την ποσότητα του υγρού στους πνεύμονες.

ή

Ο ασθενής με οξύ πνευμονικό οίδημα διατρέχει άμεσο κίνδυνο, όμως μπορεί να σωθεί εάν η αιτία που το προκάλεσε δεν είναι πολύ σοβαρή και ληφθούν ταχύτατα τα ακόλουθα θεραπευτικά μέτρα:

  • Σχεδόν καθιστή θέση του ασθενούς με ερεισίνωτο ή 3-4 μαξιλάρια στην πλάτη.
  • Χορήγηση οξυγόνου με ρινικό σωλήνα, 6-8 λίτρα/λεπτό, σε πυκνότητα 100%.
  • Ενδοφλέβια χορήγηση φουροσεμίδης 40-80 mg, διγοξίνης 0,5 mg ιδιαίτερα αν υπάρχει ταχυαρρυθμία και μορφίνης 10-20 mg αν δεν υπάρχουν σοβαρές διαταραχές των αερίων αίματος. Με τα φάρμακα επιδιώκεται διούρηση και αποσυμφόρηση των πνευμόνων (φουροσεμίδη), καρδιοτόνωση (διγοξίνη) και καταστολή του αναπνευστικού κέντρου, ώστε οι αναπνοές να γίνουν αραιότερες και βαθύτερες (μορφίνη). Επίσης η μορφίνη περιορίζει τη φλεβική επιστροφή στους πνεύμονες και επιπλέον ηρεμεί τον ασθενή.
  • Χορήγηση αγγειοδιασταλτικών, π.χ. νιτρώδη σε υπογλώσσια δισκία ή καλύτερα σε στάγδην ενδοφλέβια έγχυση με σκοπό την ελάττωση των περιφερικών αγγειακών αντιστάσεων και διευκόλυνση της εξώθησης της αριστερής κοιλίας.
  • Ενδοφλέβια χορήγηση βρογχοδιασταλτκιών, π.χ. αμυνοφυλλίνης για την αντιμετώπιση συνυπάρχοντος σπασμού των βρόγχων.

ή

Αντιμετώπιση

Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση αυτής της επείγουσας κατάστασης είναι η χορήγηση οξυγόνου στον ασθενή.

Οι ασθενείς με καρδιογενές πνευμονικό οίδημα χρειάζονται θειϊκή μορφίνη, νιτρώδη και διουρητικά.

Η μη έγκαιρη αντιμετώπιση του πνευμονικού οιδήματος μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο.

ή

Άμεσες ενέργειες:

1) Χορήγηση οξυγόνου με απλή προσωπίδα και ροή 10 L/min
2) Εγκατάσταση ενδοφλέβιας οδού με διάλυμα D/W 5% και σύστημα 3-way stop-cock. Χορήγηση νιτρωδών, διουρητικών και μορφίνης
3) Λήψη ζωτικών σημείων
4) Σύνδεση ασθενούς σε Monitor
5) Λήψη ΗΚΓ 12 απαγωγών
6) Τοποθέτηση Foley ουροκαθετήρα για παρακολούθηση της διούρησης
7) Ακτινογραφία Θώρακος (Μετά την σταθεροποίηση του ασθενούς ή με φορητό μηχάνημα)

(πηγή : ίντερνετ)

297. Χωροταξική υποδομή του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών.

Το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών έχει χαρακτηριστεί ως το <<κατώφλι>> του νοσοκομείου και ως εκ τούτου, τα χωροταξικά χαρακτηριστικά του πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτυγχάνονται τα εξής:

– Ταχεία και εύκολη πρόσβαση πεζών και ιδιωτικών οχημάτων και οχημάτων του ΕΚΑΒ

– Γρήγορη διακίνηση (εύκολος προσανατολισμός)

– Εύρυθμη και αυτάρκη λειτουργία

– Εύκολη πρόσβαση στα εργαστήρια, χειρουργεία και μονάδες εντατικής θεραπείας

ή

Για να ανταποκριθεί το ΤΕΠ στις επείγουσες απαιτήσεις των ασθενών του και προκειμένου να ανταπεξέλθει στο δύσκολο ρόλο του, θα πρέπει να διαθέτει όλους τους απαραίτητους, ειδικά σχεδιασμένους και εξοπλισμένους χώρους που προορίζονται για τη φροντίδα και τη θεραπεία αυτών που προσέρχονται στο τμήμα. Εκτός όμως από τους τυπικούς χώρους, μερικά ΤΕΠ είναι πιθανό να χρειάζονται επιπρόσθετα εξειδικευμένους χώρους προκειμένου να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες λειτουργίες και ρόλους, όπως είναι: η αντιμετώπιση παιδιατρικών ασθενών, ψυχιατρικών ασθενών, ασθενών με βαριά τραύματα ή και εγκαύματα εκτεταμένου βαθμού, παρατεταμένη παρακολούθηση και φροντίδα ασθενών κ.ά.

Σύμφωνα με το ACEM (Australasian College for Emergency Medicine), οι λειτουργικές περιοχές στο ΤΕΠ περιλαμβάνουν τους ακόλουθους χώρους:

Βασικοί Χώροι:

  • Χώροι Υποδοχής / Διαλογής / Αναμονής ασθενών (Reception / Triage /Waiting Area)
  • Χώρος Συμβουλευτικής για περιπατητικούς ασθενείς (Consultation Area for Ambulant Patients)
  • Χώρος Αναζωογόνησης (Resuscitation Area)
  • Χώρος Οξείας Αντιμετώπισης για μη περιπατητικούς ασθενείς (Acute Treatment Area of non-ambulant patients)
  • Σταθμοί Προσωπικού (Staff Workstations)
  • Γραφεία προσωπικού (Offices)

Ειδικοί Χώροι:

  • Χώρος απομόνωσης (Isolation)
  • Χώρος απολύμανσης (Decontamination)
  • Οφθαλμολογικό /ΩΡΛ (Eye-ENT)
  • Ψυχιατρική περιοχή (Psychiatry)
  • Παιδιατρική περιοχή (Pediatric)
  • Φαρμακείο /Ετοιμασία Φαρμάκων (Pharmacy/Drug preparation)
  • Χώροι Χειρουργείων (Procedure rooms)
  • Δωμάτιο Γύψου (Plaster room)

Βοηθητικοί Χώροι:

  • Αποθηκευτικοί χώροι (Storage)
  • Χώροι προσωπικού καθαριότητας (Cleaning Materials)
  • Χώροι προσωπικού (Staff Rooms)
  • Ακάθαρτα /Καθαρά Είδη (Clean & Dirty utility)

Προαιρετικοί Χώροι:

  • Μονάδα Βραχείας Παρακολούθησης (Emergency Department short stay/ Observation ward)
  • Απεικονίσεις-Εργαστήρια (medical imaging-STAT Lab)

Επίσης σύμφωνα με το ACEM, το συνολικό μέγεθος του ΤΕΠ, εκτός από τη μονάδα παρακολούθησης και τον εσωτερικό χώρο ιατρικής απεικόνισης εάν υπάρχουν, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 50 m2 /1000 ετήσιες επισκέψεις ασθενών, ενώ το ελάχιστο μέγεθος ενός λειτουργικού ΤΕΠ που θα περιλαμβάνει όλες τις κύριες περιοχές θα πρέπει να είναι 700 m2 .

 

ή

 

Η σχέση του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών με την κοινότητα έξω από το νοσοκομείο καθώς και με τα άλλα νοσοκομεία ή οργανισμούς υγείας επηρεάζει σημαντικά την λειτουργία του και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του καθώς η θέση του τμήματος και η δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτό έχουν σημαντική επιρροή στην χρήση του χώρου του.

Έτσι η θέση του ΤΕΠ πρέπει να εξασφαλίζει την ορατότητά του από τις γειτονικές περιοχές και την εύκολη πρόσβαση σε αυτό. Μάλιστα καθώς οι ασθενείς μπορεί να καταφθάνουν στο τμήμα πεζοί, με ασθενοφόρα, ή και με αυτοκίνητο, ιδανικά το τμήμα αυτό θα πρέπει να βρίσκεται στη στάθμη του διαμορφωμένου περιβάλλοντα χώρου (ισόγειο). Επίσης η ύπαρξη κατάλληλης σήμανσης (χρώμα, ύψος, υλικό, φωτισμός), εξασφαλίζει την εύκολη πρόσβαση στο τμήμα από όλα τα στρατηγικά σημεία του περιβάλλοντα χώρου. Σημαντική είναι και η πρόβλεψη χώρων στάθμευσης (parking) ικανού αριθμού θέσεων (συνήθως 10 αυτοκινήτων), κοντά στην είσοδο του τμήματος, για την εξυπηρέτηση του προσωπικού, των συνοδών, των ασθενών καθώς και για άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ). Αυτοί οι χώροι δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την κίνηση και εξυπηρέτηση των ασθενοφόρων.

Επίσης για την δυνατότητα άφιξης ασθενών με ελικόπτερο, πρέπει να προβλέπεται και να μελετάται σε μερικά νοσοκομεία, η ανάπτυξη και η κατάλληλη διαμόρφωση ικανών χώρων προσγείωσης (ελικοδρόμιο).

Η χωροθέτηση του ΤΕΠ ως προς τη σχέση του με άλλες ενδονοσοκομειακές εγκαταστάσεις είναι πολύ σημαντική. Έτσι ιδανικά πρέπει να εξασφαλίζεται εύκολη πρόσβαση και διασύνδεση πρωτίστως με τα τμήματα των απεικονίσεων & των εργαστηρίων, τα χειρουργεία, τις μονάδες εντατικής θεραπείας, αυξημένης φροντίδας, τα εξωτερικά ιατρεία και δευτερευόντως με το φαρμακείο, το νεκροτομείο, τις αποθήκες κεντρικών προμηθειών κ.ά. Οι εγκαταστάσεις αυτές πρέπει να είναι οριζόντια παρακείμενες ή σε άμεση κατακόρυφη επικοινωνία μεταξύ τους (κοινός ανελκυστήρας), ώστε να εξασφαλίζεται η άμεση επικοινωνία χωρίς να απαιτείται προσπέλαση των κοινόχρηστων διαδρόμων του νοσοκομείου από τους ασθενείς που μεταφέρονται. Επειδή μάλιστα το τμήμα επειγόντων περιστατικών είναι ένας σημαντικός χρήστης των εργαστηριακών υπηρεσιών και των υπηρεσιών απεικόνισης, είναι συνήθης τόσο η ανάπτυξη εσωτερικών εργαστηρίων στο τμήμα για εξετάσεις ρουτίνας (ανάλυση ούρων, ηλεκτρολύτες κ.ά.), όσο και η παροχή ορισμένου ακτινολογικού εξοπλισμού (ακτινογραφίες θώρακος, κοιλίας, άκρων κ.ά.) σ’ αυτό.

Σχηματική Ανάπτυξη και Μέγεθος των Χώρων:

Το σχήμα και η προσβασιμότητα είναι δύο βασικά χαρακτηριστικά που έχουν σημαντική επιρροή στην ευελιξία και την βέλτιστη χρήση του χώρου του ΤΕΠ. Ο συνολικός χώρος πρέπει να είναι αποτελεσματικά κατανεμημένος, μεταξύ των επιφανειών χρήσεως και των χώρων κυκλοφορίας, επιτρέποντας σύντομη και άμεση πρόσβαση σε κάθε χώρο με την μικρότερη δυνατή διασταύρωση κινήσεων. Επίσης το ΤΕΠ πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένο, ώστε να επιτρέπεται η επέκταση ή η σμίκρυνση του χώρου του (ευελιξία) και η δυνατότητα προσαρμογής του στις εκάστοτε αλλαγές και στις ανάγκες των ιατρών και των νοσηλευτών για την αντιμετώπιση των ασθενών τους.

Η επιλογή του ορθογώνιου ή τετραγωνικού σχήματος με την κατάλληλη εσωτερική διευθέτηση που προβλέπει καλές γραμμές κυκλοφορίας, θεωρείται η ιδανική λύση για την αποτελεσματική οργάνωση και την γρήγορη διακίνηση και αντιμετώπιση των ασθενών στο ΤΕΠ.

‘Όσον αφορά την εσωτερική διάρθρωση, η ανάπτυξη των επιμέρους χώρων του ΤΕΠ θα πρέπει να ακολουθεί βασικές αρχές που εξυπηρετούν την διαλογή, έτσι ώστε αρχικά να μπορεί να μπει κανείς στο ΤΕΠ από το σημείο μέγιστης ορατότητας και κινούμενος με έναν χωρίς διακοπή τρόπο, να περνά από συνεχόμενες περιοχές διάγνωσης/θεραπείας ανάλογα με τις ανάγκες του, κατευθυνόμενος προς περιοχές που βρίσκονται χαμηλότερα στην κλίμακα διαλογής. Βασική παράμετρος για το σκοπό αυτό είναι ο διαχωρισμός των κινήσεων των βασικών κατηγοριών των ασθενών (αρχιτεκτονική διαλογή) και η τήρηση καθαρών ροών κυκλοφορίας.

Επίσης η υιοθέτηση ανοιχτού ορθογωνικού χώρου εξέτασης με χρήση ελαφρών χωρισμάτων μεταξύ των θέσεων θεωρείται περισσότερο ευέλικτη και οικονομική λύση (ιδιαίτερα σε σχέση με την χρήση δωματίων που ανοιγοκλείνουν κατά μήκος ενός διαδρόμου), καθώς επιτρέπει την συνεχή επίβλεψη και παρακολούθηση των ασθενών με το λιγότερο διαθέσιμο προσωπικό και τις μικρότερες δυνατές μετακινήσεις.

Οι αρχές αυτές για έναν γενικά πυκνό σχεδιασμό του χώρου, πρέπει να συνοδεύονται από αρχιτεκτονική διορατικότητα ώστε οι προσχεδιασμένοι χώροι και οι διευκολύνσεις του ΤΕΠ να αφήνουν αρκετά περιθώρια για παραλλαγές και επεκτάσεις του αρχικού σχεδίου. Έτσι η πιθανότητα για ασυνήθιστα υπερβολικό φόρτο εργασίας ή και για μεγάλα ομαδικά ατυχήματα και καταστροφές πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να επιχειρείται ευέλικτη χρήση με πολλές περιοχές πολλαπλών χρήσεων.

(Πηγή: ίντερνετ)